Χθες το απόγευμα 20 Δεκεμβρίου, στην ατμοσφαιρική αίθουσα του Δίδυμου Οθωμανικού Λουτρού, πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της ατομικής έκθεσης ζωγραφικής του συμπολίτη μας Θανάση Ζήση, παρουσία πλήθους φιλότεχνων Τρικαλινών.
Η έκθεση που έχει τίτλο “Μετά τα φυσικά”θα διαρκέσει μέχρι τις 4 Ιανουαρίου.
Η Ιστορικός της Τέχνης, Νικολένα Καλαϊτζάκη Ζούνη σημειώνει για την ατομική έκθεση ζωγραφικής του Θανάση Ζήση με τίτλο: «Μετά τα φυσικά»:
Πιστός ακόλουθος της “φυσικής” του “ροπής” που δεν είναι άλλη παρά η εξακολουθητική αναζήτηση του μυσταγωγικού ζωγραφικού του τόπου -του καμωμένου από καρδιά και όνειρο- εκείνου που υπερβαίνει το “ορατό” και αποτυπώνεται στον καμβά αναζητώντας το “αόρατο”, ο Θανάσης Ζήσης, λίγα χρόνια μετά από την «Αλήθεια των Χρωμάτων» του επιστρέφει και μας συστήνει την καινούρια του ζωγραφική ενότητα, η οποία φέρει τον τίτλο: «Μετά τα φυσικά».
«Μετά τα φυσικά»: τίτλος που τον επέλεξε ο ίδιος ο ζωγράφος και που εμφανίζει διττή σημειολογία -και σε κάθε περίπτωση συμβατή με την “πηγή” των έργων του-. Το «Μετά τα φυσικά» αφενός παραπέμπει στο ομώνυμο έργο του Αριστοτέλη που αποτελεί, μάλιστα, και το πρώτο μεταφυσικό σύγγραμμα που γράφτηκε ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας και αφετέρου παραπέμπει στην βιωματική σχέση που έχει αναπτύξει ο καλλιτέχνης με την επιστήμη της Φυσικής -μιας που ο Θανάσης Ζήσης σπούδασε και άσκησε για πολλά χρόνια το επάγγελμα του φυσικού-.
Αναζητώντας το κοινό σημείο, λοιπόν, μεταξύ των δύο αυτών πραγμάτων: διαβάζουμε πως ο μεγάλος μας φιλόσοφος στο σύγγραμμα του επιχειρεί να ανακαλύψει την “ουσία της ύπαρξης”, εντός ενός πλαισίου που συνενώνει την οντολογία, με την θεολογία και την μεταφυσική. Ύπαρξη, “ον και μη ον”, αιτιότητα, μορφή και ύλη, χωροχρόνος, ενέργεια, λογική και νόηση -έννοιες που μπαίνουν στο ερευνητικό μικροσκόπιο του Αριστοτέλη- και απαντούν, με τους τρόπους τους, στα αιώνια “υπαρξιακά ερωτήματα” του ανθρώπου. Κοιτάζοντας τα ζωγραφικά έργα του Θανάση Ζήση, από την άλλη, μου φαίνεται πως οι έννοιες αυτές -που ορίζονται ως οι “θεμελιώδεις αρχές της ύπαρξης και της πραγματικότητας”- βρίσκονται εκεί, επάνω στις επιφάνειες των καμβάδων και μας χαιρετίζουν• έτσι καθώς παίρνουν την μορφή και το σχήμα της αναγνωρίσιμης τους ύλης όταν ενώνεται και συμπλέει αυτή, με το μυστηριακό της, άυλο, πνευματικό σώμα.
Η εικαστική τους γραφή, η εκφραστική γλώσσα της τέχνης του, με πυξίδα το “εσώτερο” βγαίνει εκτός και μετασχηματίζεται σε χρώμα, σχήμα και φως απαλλασσόμενη από τις στερεοτυπικές και τις επαναλαμβανόμενες ανελευθερίες που λειτουργούν ως επινόηση μιας επιτυχημένης μανιέρας, ως ίδιον μιας επιτηδευμένης δημιουργίας μιας συγκεκριμένης εικαστικής ταυτότητας που περιορίζει την πηγαία ελευθερία της ανήσυχης καλλιτεχνικής ψυχής. Αντ’ αυτού στα έργα του Θανάση Ζήση μπορεί κανείς να δει και να αναγνώσει πολλά και διαφορετικά στυλ γραφής, όπως και τεχνοτροπίες, αλλά και να παρατηρήσει την ποικίλη θεματολογία τους, η οποία εκτείνεται σε ένα εύρος απεικονιστικού περιεχομένου που αντλεί τα υποκείμενα και τα αντικείμενα της, μέσα από την σφαίρα του ανθρώπινου μικρόκοσμου και μέσα από τα αστικά και τα φυσικά περιβάλλοντα.
Εντός ενός πλαισίου όπου ο ρεαλισμός δίνει το σκήπτρο του στον μεταϊμπρεσιονισμό -ο οποίος, θαρρώ, λειτουργεί ως η κυρίαρχη φωνή της τέχνης του- οι ανθρώπινες φιγούρες και τα διάφορα περιβάλλοντα υπόκεινται στους κανόνες του μεταϊμπρεσιονιστικού καλλιτεχνικού ρεύματος διατηρώντας πάντα την ελευθερία τους και δίνοντας χώρο στην διαμόρφωση της προσωπικής εικαστικής γραφής του δημιουργού τους. Η έμφαση στη στέρεη δομή και φόρμα, η εκφραστική χρήση του χρώματος που διαφεύγει από τον ρεαλισμό της, εξαιτίας της επιλογής αφύσικων και αυθαίρετων- σε σχέση με την ορατή πραγματικότητα- χρωμάτων και οι διακριτές πινελιές σε σημεία συνηγορούν σε αυτή την μεταϊμπρεσιονιστική υπεροχή.
Πέραν, όμως, αυτών των προαναφερόμενων, είναι το “συναίσθημα”, η “μνήμη” και ο “συμβολισμός” τα πυρηνικά χαρακτηριστικά των έργων του Θανάση Ζήση, αυτά που μας κάνουν βλέποντας τα να αισθανόμαστε την θαλπωρή της αγκαλιάς τους, αυτή την οικειότητα της ανάμνησης και της σύνδεσης με γνώριμες εικόνες και καταστάσεις που όλοι έχουμε δει και βιώσει, ως μέρη του ανθρώπινου περάσματος στη γη. Αναμνήσεις και εικόνες που θυμόμαστε με νοσταλγία, αγάπη και συγκίνηση, καθώς έχουν σημαδέψει με το αποτύπωμα τους: την παιδική μας και ενήλικη ψυχή.
Είναι οι θάλασσες με τα αραγμένα πλοιάρια και τους υγρούς κολπίσκους, οι λευκές εκκλησιές των προσευχών και των μύρων. Η παιχνιδιάρα γάτα με τα φωσφορίζοντα μάτια που ξετρυπώνει κρυφά, μέσα από τα πυκνά φυλλώματα, ως άλλος κατάσκοπος και οι ασβεστωμένες, νησιώτικες αυλές. Τα μικρά σπιτάκια στην ύπαιθρο -τα παραδομένα στην αχλή του πρωινού- και τα χωράφια που έχουν για φύλακα ένα σκιάχτρο. Μέσα στην πόλη, σε ένα μικρό δωμάτιο ένας άντρας και μια γυναίκα γυμνή και σε ένα άλλο μία γυναίκα -ως άλλη ντίβα- που κλαίει. Οι ανθρώπινες φιγούρες -στο σύνολο τους- είναι εμποτισμένες από το ψυχικό τους πάθος που ενισχύει την δραματικότητα της αφήγησης. Και κάπου πιο πέρα, ένα μπαλκονάκι παλιού σπιτιού -από τους ανθρώπους και τον χρόνο ξεχασμένο- φέρει στα ανοιχτά του τα παράθυρα την μουσική της κίτρινης μέρας και της βουβής νυχτιάς.
Κείμενο: Νικολένα Καλαϊτζάκη – Ζούνη,
Ιστορικός Τέχνης & Επιμελήτρια εκθέσεων, Δημοσιογράφος, συγγραφέας
Μέλος AICA Ελλάδος



























































