Σήμερα θα μιλήσουμε για σουβλάκια.
Για σουβλάκια, σουβλατζίδικα και την ιστορία της πόλης.
Ενώ εξαρχής ήμουν κατασταλαγμένη ότι το αφιέρωμα θα αφορούσε τα δυο ιστορικά σουβλατζίδικα της Λάρισας, του Μαραγκού και του Τσούμα, δεν μπόρεσα να αντισταθώ στον πειρασμό να ψάξω λίγο τα ιστορικά στοιχεία. Υπάρχουν κάποια πράγματα τα οποία είναι τόσο αυτονόητα, τόσο παρόντα στη καθημερινότητά μας, ώστε δυσκολεύεσαι να δεχτείς ότι δεν υπήρχαν ανέκαθεν.
Ένα από αυτά είναι το σουβλάκι. Για να είμαι πιο ακριβής, το σουβλατζίδικό.

Της Εύης Μποτσαροπούλου
Γιατί το σουβλάκι υπάρχει από την εποχή της αρχαίας Ελλάδας. Τότε το λέγαμε «οβελίσκο». Αναφέρεται στα ομηρικά έπη με τον Αχιλλέα να ψήνει στη θράκα κομμάτια κρέατος, σε έργα του Αριστοφάνη, του Ξενοφώντος και του Αριστοτέλη. Στον αρχαίο δε οδηγό μαγειρικής, το έργο «Δειπνοσοφισταί», περιλαμβάνεται η πρώτη συνταγή για το τυλιχτό σουβλάκι· λεγόταν «Κάνδαυλος» και περιείχε κομμάτια από κρέας ψητό, τυρί, πίτα και άνηθο. Χρειάστηκε να περιμένουμε μέχρι το 1950 για να ξαναφάμε τυλιχτό σουβλάκι στην Ελλάδα και μάλιστα από έναν Κωνσταντινουπολίτη μετανάστη. Ακολουθώντας, προφανώς, την πολίτικη παράδοση – από τα ρωμαϊκά ακόμη χρόνια, μικροπωλητές πωλούσαν στους δρόμους στης Πόλης σουβλάκι με πίτα – έφτιαξε στον Πειραιά το πρώτο τυλιχτό αρχικά με κεμπάπ, το οποίο εκτός από το κρέας περιλάμβανε ντομάτα, κρεμμύδι και μαϊντανό.
Το πρώτο όμως κανονικό σουβλατζίδικο εμφανίζεται στην Αθήνα το 1924, όταν ο Ισαάκ Μερακλίδης, μικρασιάτης πρόσφυγας και αυτός, άνοιξε το «Αιγυπτιακόν»· το είπε έτσι γιατί μετά την καταστροφή πήγε πρώτα στην Αίγυπτο και μετά εγκαταστάθηκε στη Νίκαια. Το δεύτερο το άνοιξε στη Μητροπόλεως στην πλατεία στο Μοναστηράκι. Υπάρχει μέχρι σήμερα. Είναι του Μπαϊρακτάρη, ο οποίος ήταν κάποτε υπάλληλος στο Αιγυπτιακόν.
Το success story με τα σουβλατζίδικα όμως ξεκινά τη δεκαετία του ΄40 στις προσφυγικές γειτονιές, Κορυδαλλό, Κοκκινιά… και τη δεκαετία του ΄50 καθιερώνεται.
Το 1950 ανοίγει το σουβλατζίδικο του Κώστα στην Πλάκα, το 1951 του Σταύρου στην Ομόνοια. Και τα δύο έχουν αφήσει εποχή. Εκείνη την περίοδο, στις αρχές του ΄50, η περιοχή της Λιβαδειάς θα καθιερώσει το καλαμάκι με μια μικρή φέτα ψωμί, ενώ αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους και τα κινητά σουβλατζίδικα, οι πρώτες καντίνες, με καρότσια ψησταριές που έψηναν με κάρβουνα το κρέας τις πίτες ή το ψωμάκι.
Και στη Λάρισα το 1959 ανοίγει το σουβλατζίδικο του Μαραγκού στην Πλατεία Ταχυδρομείου και δέκα χρόνια αργότερα το κρεοπωλείο του Τσούμα στη γωνία Παπακυριαζή και Μεγάλου Αλεξάνδρου μετατρέπεται και αυτό σε σουβλατζίδικο.
Τα σουβλάκια εισβάλλουν στη ζωή των Λαρισαίων και τους κατακτούν ολοκληρωτικά.

Το σουβλατζίδικο του Μαραγγού
Ο Γιώργος Μαραγκός δεν ήταν Λαρισαίος, αλλά Πελοποννήσιος· από το Πελόπειον της Αρχαίας Ολυμπίας μάλιστα. Στη Λάρισα βρέθηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου ως αστυνομικός που υπηρετούσε στα Φάρσαλα. Παρέμεινε ως ερωτικός μετανάστης. Κάποια στιγμή η αστυνομία ζήτησε από τη γνωστή μοδίστρα της εποχής, τη Λόλα Σιδέρη, να φτιάξει ή να μεταποιήσει κάποιες στολές. Έτσι ο Γιώργος γνώρισε τη Θάλεια, μοδιστρούλα τότε στης Λόλας. Η συνέχεια αναμενόμενη. Ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Κρυφά μάλιστα, γιατί ο νόμος τότε δεν επέτρεπε στους αξιωματικούς να παντρευτούν πριν κλείσουν τα 30 τους έτη. Και ο Γιώργος Μαραγκός ήταν μικρότερος.

Κανείς από τους δύο, ούτε ο Γιώργος Μαραγκός ούτε η Θάλεια, όταν παντρεύονταν κρυφά στα Φάρσαλα δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τη συνέχεια. Το πώς αυτοί θα μυούσαν τους Λαρισαίους στα σουβλάκια, θα ανοίξουν το πρώτο, μάλλον, αμιγώς σουβλατζίδικο της πόλης και θα έγραφαν ιστορία.
Χρειάστηκε πρώτα ένας εμφύλιος και μια φυγή.
Ο Γιώργος Μαραγκός δεν άντεξε τη βιαιότητα του εμφυλίου. Και παραιτήθηκε. Άφησε την αστυνομία, άφησε και την Λάρισα. Πήρε τη Θάλεια του και γύρισε στην Πελοπόννησο, στο Πελόπειον, να ασχοληθεί με τα οικογενειακά κτήματα. Αλλά δεν του ΄φτανε. Άνοιξε και ένα μαγαζί εκεί στο χωριό, κάτι σαν κοσμικό κέντρο της εποχής, είχε και ντιζέζ. Αλλά πάλι δεν του ΄φτανε. Το Πελόπειον του φαινόταν πολύ μικρό, ασφυκτικό και χωρίς μέλλον. Είχε συνηθίσει στη Λάρισα, βλέπεις.
Οπότε και επέστρεψε. Αρχικά μόνος του, χωρίς τη Θάλεια και τις κόρες του. Τρεις είχαν κάνει, τη Βούλα, τη Δήμητρα και την Αθηνά – η Αθήνα έχει χρόνια που πέθανε, την ιστορία μου διηγούνται η Βούλα και η Δήμητρα.
Ξαναήρθε στη Λάρισα λοιπόν, ο Μαραγκός, μετανάστης πια κανονικός και όχι ερωτικός. Βρήκε ένα μαγαζί επί της Πρωτοπαπαδάκη στην πλατεία Ταχυδρομείου, σχεδόν στη γωνία δίπλα από το μαγαζί του Δημήτρη Παπανικολάου με τις εφημερίδες, και το νοίκιασε για να ανοίξει αρχικά το 1957 εστιατόριο με μαγειρευτά φαγητά. Ήταν καλό σημείο, είχε την πλατεία απέναντι, το ΚΤΕΛ Φαρσάλων δίπλα… Πρόκειται για το ίδιο μαγαζί που έμελλε να γίνει τοπόσημο της πόλης. Στου Μαραγκού για σουβλάκια. Για πολλές δεκαετίες. Μέχρι τον Οκτώβριο του 2011 που έκλεισε οριστικά. Οι δύο εσωτερικές αίθουσες του ιστορικού σουβλατζίδικου ενσωματώθηκαν στο διπλανό μπαρ Kubrick.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στα τέλη της δεκαετίας του ΄50 τότε που άρχιζαν όλα και ας αφήσουμε τους τίτλους τέλους, απέχουν 54 συναπτά έτη άλλωστε…

Έχουν έρθει πια στη Λάρισα και η Θάλεια με τις κόρες της. Μόλις «έστρωσε» την κατάσταση στο μαγαζί τους έφερε πίσω ο Μαραγκός. Και τότε είχε την φαεινή ιδέα. Να μετατρέψει το εστιατόριο σε σουβλατζίδικο. Να φτιάχνει δηλαδή και να πουλάει μόνο σουβλάκια. Το είχε δει, λένε η Βούλα και η Δήμητρα, κάπου στην Κομοτηνή. Δεν είναι και απίθανο. Τη δεκαετία του ΄50 άρχισαν, όπως είπαμε και παραπάνω, να ανοίγουν τα πρώτα σουβλατζίδικα στη χώρα.
Έτσι, το 1959, το σουβλατζίδικο «Μαραγκός» ανοίγει τις πόρτες του στη Λάρισα.
Αρχικά ψήνουν μόνο σουβλάκια. Σουβλάκια και πατάτες τηγανητές φυσικά. Λίγο αργότερα άρχισαν να φτιάχνουν και μπιφτέκι, να ψήνουν και λουκάνικα. Εκεί στην μεγάλη ψησταριά απέναντι από το τζουκ μποξ στη μέσα αίθουσα.

Όλα μόνοι τους τα κάνανε φυσικά. Ο Μαραγκός είχε εμμονή με τα υλικά, αυτός πήγαινε στη λαϊκή, αυτός έπαιρνε τα τυριά από του Νούσια, αυτός διάλεγε και το κρέας. Μόνοι τους το έκοβαν σε κομμάτια στο χέρι για το περάσουν στα καλαμάκια – δεν υπήρχαν ακόμη ούτε οι πρώτες μηχανές πατέντες, μόνοι τους ζυμώνανε τον κιμά για τα μπιφτέκια, μόνοι τους τηγάνιζαν τις πατάτες. Αν και τις πατάτες τις έκοβαν πολλοί. Τα πρωινά ο Μαραγκός ήταν ανοιχτός φυσικά, αλλά έφτιαχνε καφέδες και σέρβιρε τσίπουρα. Το απόγευμα άναβε φωτιά. Τα πρωινά λοιπόν και τα μεσημέρια έβαζε τους υπαλλήλους – στην πλειοψηφία τους Πελοποννήσιοι, τους είχε μια έγνοια τους συντοπίτες του πάντα να τους βοηθήσει, πάνω στο πατάρι κοίμισε πολλούς από αυτούς – και τους φίλους, γιατί φίλοι ήταν οι περισσότεροι θαμώνες με τα χρόνια, να καθαρίζουν πατάτες και να γεμίζουν κουβάδες.



Άρχισαν να περνούν τα χρόνια, ο δρόμος έγινε πεζόδρομος, ενώθηκε ο Μαραγκός με την πλατεία. Γύρω στα 45 τραπέζια έβγαζε στην πλατεία. Τα καλοκαίρια δεν χωρούσες να περάσεις. Στην ουρά περίμενες για να καθίσεις, στην ουρά για να πάρεις σουβλάκι ή μπιφτέκι στο χέρι. Δευτέρες, Τετάρτες, Παρασκευές και Κυριακές ήταν οι καλές μέρες. Τις μέρες που ήταν ανοιχτά η αγορά και τις Κυριακές στου Μαραγκού ψήνανε 1000 σουβλάκια και τηγανίζανε πάνω από έξι τσουβάλια με πατάτες. Τις άλλες μέρες, τις πιο ήσυχες, ψήναν γύρω στα 400 σουβλάκια.
Όλη η Λάρισα έχει περάσει και έχει φάει στου Μαραγκού.
Με θυμάμαι μικρή να καθόμαστε στα τραπέζια της πλατείας για να φάω και να παίξω, με θυμάμαι νεαρή να στήνομαι στην ουρά να πάρω σουβλάκια και να ξαναγυρίσω δίπλα εκεί που έπινα ποτό, με θυμάμαι με κοιμίζω αγκαλιά τον γιο μου μωρό στην πλατεία και να προσπαθώ να φάω πριν κρυώσουν.

Ο Γιώργος Μαραγκός, πέθανε το 2001. Τα τελευταία δέκα χρόνια το δούλεψαν η γυναίκα και οι κόρες του. Αλλά κάτι είχε αλλάξει. Οι συνταγές ίδιες, ο κόσμος άπειρος αλλά ο Μαραγκός έλλειπε. Ήταν έντονη προσωπικότητα. Πολύ κοινωνικός και πολύ δοτικός. Δεν το υπολόγιζε το χρήμα όταν ήταν να βοηθήσει. Κι ας ήταν δανεικά κι αγύριστα. Κι ας έχουν επιχειρήσει να τον κλέψουν. Έδινε ευκαιρίες. Και έψηνε. Μέχρι να πεθάνει έψηνε. Κι έψηνε καλά γιατί το γούσταρε πολύ το μαγαζί. Το ίδιο και οι κόρες του που πήραν πάνω τους το μαγαζί για δέκα χρόνια. Το καταλάβαινες αμέσως.
Πως μιλούσαν, πως έψαχναν τα άλμπουμ με τις φωτογραφίες, πως αναπολούσαν. Περισσότερο όμως γούσταραν τον ίδιο τον πατέρα τους. Ήταν πασιφανές.

Το σουβλατζίδικο του Τσούμα ή της Ρενας
Με την Ρένα Τσούμα δεν βρέθηκα και δεν μίλησα η ίδια. Δεν ξέρω αν με θυμάται. Τόσα βράδια, ξενύχτηδες τρώγαμε εκεί. Αν και κατά τα λεγόμενα του Λευτέρη Παπαστεργίου, που της έκανε παλιότερα αφιέρωμα στο onlarissa.gr, η Ρένα όλους τους θυμόταν!
«Θυμάμαι τα πάντα. Ονόματα, διευθύνσεις, καταστάσεις. Θυμάμαι ιστορίες της νύχτας και της μέρας. Άλλωστε εμείς είμαστε ανοιχτοί όλη την ημέρα. Δεν κλείναμε ποτέ. Ήμαστε ένα σουβλατζίδικο εμείς, όταν ανοίξαμε, και ένα ακόμα δίπλα στον Ορφέα, στη Βασ. Σοφίας», του έλεγε… «τότε περνούσαν από το μαγαζί οι πάντες. Γινόμασταν φίλοι. Λέγαμε τις ιστορίες μας. Άκουγα τις δικές τους. Γι’ αυτό και όταν κάποιοι έφευγαν από την πόλη, συνέχιζαν να μου στέλνουν γράμματα!»
Μπορεί η αφετηρία της οικογενειακής επιχείρησης να κρατάει από τη δεκαετία του 1950, αφού τα χρόνια εκείνα άνοιξε το κρεοπωλείο του Θεόδωρου Τσούμα, Παπακυριαζή και Μεγάλου Αλεξάνδρου γωνία, αλλά ήταν το 1969, όταν το κρεοπωλείο μετατράπηκε σε σουβλατζίδικο.

Εκεί αρχίζει η ιστορία μας. Που η Ρένα την έζησε έντονα. Ήταν και το παιδί του μπαμπά όπως λέει, ήταν και σχεδόν 24 ώρες το 24ωρο στο μαγαζί να ψήνει όρθια για 40 χρόνια μέχρι τον Ιούνιο του 2009 που κατέβασε οριστικά ρολά. Πώς να μην ξέρει τους πάντες; Πώς να μην έχει ιστορίες να πει; Ειδικά μεταμεσονύκτιες…
«Ήταν εκείνες οι ώρες που στο μαγαζί γινόταν πανηγύρι. Μπορούσες να βρεις από πολιτικούς, μέχρι πρεζόνια, που δεν είχαν χρήματα αλλά ερχόταν γιατί ήξεραν πως θα τους δώσω ένα σουβλάκι να φάνε. Ξέρεις κάτι; Υπήρχαν πολλά τέτοια παιδιά, που γυρνούσαν μετά από μέρες για να μου πληρώσουν το σουβλάκι που τους είχα κεράσει. Και υπήρχαν και «επώνυμοι» Λαρισαίοι, που είχαν χάσει μια περιουσία στα χαρτιά, και έφευγαν σαν τους κλέφτες γιατί δεν είχαν να πληρώσουν τον λογαριασμό…».



«Έχεις μια ιστορία για όλους;» τη ρωτά ο Λευτέρης. «Ναι. Για όλους. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τις εκλογές; Τα δικαστήρια; Τις απεργίες; Τα τρακτέρ; Η Λάρισα άλλαζε και εγώ κατέγραφα την αλλαγή της χωρίς να το καταλαβαίνω. Οι ηθοποιοί του Θεσσαλικού Θεάτρου με τον Κώστα Τσιάνο και όλοι οι θίασοι περνούσαν από το μαγαζί. Πολιτικοί διαμετρήματος, όπως ο Ευάγγελος Αβέρωφ και πολλοί ακόμα, έδιναν ραντεβού στο μαγαζί. Συζητήσεις, γέλια και τραγούδια, ανάλογα τις συνθέσεις των πελατών και την ώρα».

Το μαγαζί ήταν οικογενειακή υπόθεση. Ο πατέρας της, η μητέρα της η Ρένα και αργότερα η αδερφή της η Λιτσα… «Στο μαγαζί αυτό περάσαμε τα καλύτερα χρόνια της ζωής μας. Ζούσαμε στον παράδεισο από την αγάπη του κόσμου. Άλλα χρόνια τότε…» και εξηγεί στον Λευτέρη που επιμένει να μάθει το πώς έχουν αλλάξει όλα, το πώς άλλαξε η πόλη μέσα σε αυτά τα 40 χρόνια… «Τότε τα χοιρινά μας ήταν όλα ντόπια. Σφαγμένα με τον τρόπο που έπρεπε. Άλλα κομμάτια κρέας για τα σουβλάκια, άλλα για τα λουκάνικά μας. Και φυσικά οι πατάτες μας όλες ντόπιες και κομμένες στο χέρι. Τώρα δεν ξέρεις τι τρως. Σήμερα είναι όλα έτοιμα… Κάτω από το μαγαζί υπήρχε παλιά ένα καταφύγιο. Εκεί, στον χώρο αυτό, φυλάσσαμε εμείς τις πατάτες. Τόνοι πατάτας που έπρεπε να καθαριστούν, για να τηγανιστούν. Γι’ αυτόν τον λόγο και υπήρχαν πολλές γάτες στο μαγαζί. Αν δεν υπήρχαν θα μας είχαν φάει τα ποντίκια!»

Η Ρένα είχε ταλέντο, είχε προσωπικότητα. Ακόμα έχει.
Έβρισκε λύσεις, κι ας έκανε και κάποιες ζαβολιές, όπως στα χρόνια του Παπαθεμελή με το ωράριο λειτουργίας των μαγαζιών. «Φοβερές νύχτες! Ήμασταν κλειστοί. Έτσι έπρεπε. Εγώ όμως τα είχα όλα έτοιμα. Σε πακέτα και μέσα σε σακούλες. Περνούσε το ωράριο και ερχόταν ο κόσμος, χτυπούσαν το τζάμι και έπαιρναν τις σακούλες και έφευγαν! Ένα βράδυ βρέθηκα στο τμήμα. Κάποιος «κάρφωσε». Όμως… ήμουν η Ρένα. Η δουλειά μου έδινε σεβασμό και εκτίμηση. Κι εγώ επέστρεφα πίσω αγάπη. Στο μαγαζί μου, όλα τα χρόνια, ζήτημα να έγιναν τρεις-τέσσερις καυγάδες. Κι ας υπήρχαν πιωμένοι. Τους κουμαντάριζα όλους. Καταλάβαινα πότε θα μπορούσε να γίνει το κακό…».
Και το προλάβαινε. Όλα τα προλάβαινε. Να ψήνει σουβλάκια, να ακούει ιστορίες, να τηγανίζει πατάτες, να γελάει, να ταΐζει τους Λαρισαίους.
Εκείνη ήταν περσόνα και το σουβλατζίδικο του Τσούμα ή της Ρένας τοπόσημο της Λάρισας.


Υ.Σ. Τέλος. Και τώρα μπορώ να παραγγείλω σουβλάκια. Από του «Παράξενου», άλλη μια μακρά σελίδα στην ιστορία της πόλης, η οποία όμως ακόμη γράφεται.