«Ηλία ρίχτο!» λέει ο Γιώργος Αρμένης, ως Μάκης Τσετσένογλου, στην εμβληματική ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Όλα είναι δρόμος», όταν στο μπουζουξίδικο στο οποίο πήγε ως θαμώνας, δεν άφησε τίποτα όρθιο: Από πιάτα, μέχρι πλακάκια και….είδη υγιεινής.
Ταινία έπος για το φαινόμενο των μπουζουκιών, το οποίο ως άκρως ελληνικό σπορ, σχεδόν ταυτίστηκε με την ελληνική κουλτούρα και για τους εκτός συνόρων επισκέπτες, αποτέλεσε φαινόμενο προς ανάλυση: Σωστό «case study».
Πολλές φορές μέχρι σήμερα έχω αναρωτηθεί, ποια ήταν τελικά εκείνα τα στοιχεία, που έκαναν τα μπουζούκια ανά την Ελλάδα να γεμίζουν ασφυκτικά με κόσμο. Πράγματι, καρφίτσα δεν έπεφτε όλη τη νύχτα. Δύο ήταν οι περίοδοι ακμής τους: Η δεκαετία του 1960 και φυσικά η περίοδος της απόλυτης δόξας τους.
Οι δεκαετίες 1980 και 1990: σπάσιμο πιάτων, δίσκοι με γαρύφαλλα που με μανία εκσφενδονίζονταν στην πίστα και όχι μόνο, σαμπάνιες, κατασπατάληση χρημάτων, ντυσίματα “extravagante”, μεθύσι μέχρι τελικής πτώσης για το πρόσωπο -κρυφό ή φανερό-! Μάλλον τελικά ήταν αυτό το τελευταίο, το στοιχείο-κλειδί της δόξας των μπουζουκιών…Η αίσθηση της καψούρας, που ειδικά στα ‘80s, τροφοδότησε με υλικό όλες τις «cult» ταινίες των 80s και κατέστησε τα μπουζούκια, «ναούς» διασκέδασης.
Μιλώντας για την πόλη μας, προφανώς το μαγαζί που πρωτοστατούσε στο είδος, εκείνη την περίοδο, στη νυχτερινή ζωή της Λάρισας, ήταν φυσικά το «BUZIOS». Όλοι οι Λαρισαίοι έχουν κάτι να θυμούνται αυτό. Οι μεγαλύτεροι, βάσιμα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι σχεδόν το έχτισαν, αφού 5 με 6 νύχτες της εβδομάδας έπιναν τα τελευταία τους ποτά με κάποια παρέα στο «Buzios», καθότι όλο τύχαινε να τους πάρουν τηλέφωνο για να βρεθούν εκεί. Δεν είχε σημασία αν το τηλέφωνο θα χτυπήσει στις 10 το βράδυ ή στις 4 το πρωί. Η αυτόματη απάντηση στην τηλεφωνική πρόσκληση του καλούντος ήταν: «Ε να μην πάω για λίγο;» . Αυτό το για λίγο βέβαια, κρατούσε μέχρι το πρωί.
Οι νεότεροι οριακά το πρόλαβαν μεν, σίγουρα το γνωρίζουν δε. Ως φοιτητές εκείνοι την περίοδο, είναι απίθανο να μη «γεύθηκαν» έστω και για λίγο, τι εστί «Buzios». Οι πολλοί νεότεροι, μάλλον ούτε μπορούν να φανταστούν το ατελείωτο γλέντι-ξεφάντωμα-ξενύχτι-μεθύσι και πολλά άλλα που συνέβαιναν εντός «των τειχών του». Ίσως να έχουν μια έμμεση σύνδεση μαζί του, μέσα από περιγραφές γονέων και συγγενών, οι οποίοι με νοσταλγία θυμούνται βιώματα από το «Buzios», πολλά από αυτά δε αντιφατικά:
Από τη μία, η απόλυτη ευχαρίστηση και ικανοποίηση γιατί κάποιο μέλος της οικογένειας πέρασε υπέροχα και από την άλλη κάθε έξοδος μέλους στην οικογένεια, έκρυβε από πίσω και έναν τσακωμό στο σπίτι: «Γιατί άργησε πάλι το παιδί, ο σύζυγος ή η σύζυγος; Και πόσο ήπιε; Γιατί δεν μπορεί να σηκωθεί από το κρεβάτι;» Τουλάχιστον αυτά μαρτυρούν οι περιγραφές των τότε θαμώνων…
Το σίγουρο είναι ότι το «Buzios», άφησε εποχή στη Λάρισα στα 80s και στα 90s και σε αυτό δεν συνέβαλε μόνο το –μπουζούκια “friendly”- κλίμα της εποχής: Καθαρά – ανόθευτα ποτά, οι σχέσεις εμπιστοσύνης που έχτιζε ο ιδιοκτήτης του με τους σταθερούς πελάτες, το γεγονός ότι κάθε τόσο επώνυμοι λαϊκοί τραγουδιστές διασκέδαζαν τους Λαρισαίους στην πίστα του: Μάκης Χριστοδουλόπουλος, Πασχάλης Τερζής, Κώστας Χαριτοδιπλωμένος, Σαμπρίνα ήταν μερικοί μόνο από αυτούς.
Φυσικά, στο μόνιμο μουσικό σχήμα του μαγαζιού εναλλάσσονταν κάθε χρόνο, οι Λίτσα Σοροβόλα, Μιχάλης Παπαματθαίου, Τάκης Κατσιάνης, Θοδωρής Βαρελάς : Κατά γενική ομολογία, επρόκειτο για πολύ καλές φωνές. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε, ότι κάποιοι από αυτούς είχαν καταφέρει να ηχογραφήσουν προσωπικούς δίσκους και τραγουδούσαν σε μεγάλα μουσικά σχήματα της Αθήνας, ανά περιόδους.
Last but not least…. Το γεγονός ότι το Buzios ήταν χώρος διασκέδασης, που αν και μεγάλος, ήταν ιδιαίτερα φιλόξενος και οι Λαρισαίοι θαμώνες του τον ένιωθαν οικείο, σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες. Δεν υπήρχε περίπτωση να διασκεδάζει Λαρισαίος στο Buzios εκείνη την περίοδο, και να μην χαιρετίσει 2 με 3 παρέες, το ίδιο βράδυ. Αυτό ήταν ίσως και η μεγαλύτερή του επιτυχία, που μάλλον θα το κρατήσει ζωντανό στη μνήμη όλων των Λαρισαίων.
Δείτε ένα από τα τα πολλά βίντεο που υπάρχουν στο διαδίκτυο:
Από το αρχείο του onlarissa.gr