Τα βιβλία που προτείνει για αυτό το καλοκαίρι το βιβλιοπωλείο «Τσιοπελάκος»

Καλοκαίρι, σημαίνει χαλάρωση και διακοπές είτε στη θάλασσα, είτε σε κάποιο βουνό και τ ι καλύτερη συντροφιά από ένα βιβλίο. 

Το βιβλιοπωλείο «Τσιοπελάκος» ξεχώρισε από την πρόσφατη, πλούσια βιβλιοπαραγωγή ορισμένα βιβλία από συγγραφείς που ξέρουν να αιχμαλωτίζουν το ενδιαφέρον των αναγνωστών τους.

Πριν ξεκινήσετε για τις πρώτες σας εξορμήσεις, κάντε  δώρο στον εαυτό σας ένα από αυτά τα απολαυστικά βιβλία που θα σας προσφέρουν εγγυημένα στιγμές αναγνωστικής απόλαυσης.

Τα «ΜΑΘΗΜΑΤΑ» του   MCEWAN IAN:

Ενώ ο κόσμος συνεχίζει να μετράει τις πληγές του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και το Σιδηρούν Παραπέτασμα χωρίζει ήδη την Ευρώπη στα δυο, η ζωή του μικρού Ρόλαντ Μπέινς ανατρέπεται.

Δύο χιλιάδες μίλια μακριά από την προστατευτική αγάπη της μητέρας του, εσωτερικός σ’ ένα περίεργο οικοτροφείο, ευάλωτος και μοναχικός, προσελκύει το ενδιαφέρον της δασκάλας του πιάνου, Μίριαμ Κορνέλ. Η συνάντησή τους θ’ αφήσει ένα ανεπούλωτο τραύμα αλλά και την ανάμνηση μιας αγάπης που ποτέ δε θα ξεθωριάσει. Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, η Γερμανίδα γυναίκα του Ρόλαντ εξαφανίζεται αφήνοντάς τον μόνο με τον επτά μηνών γιο τους. Καθώς η ακτινοβολία από την έκρηξη του Τσερνόμπιλ εξαπλώνεται στην Ευρώπη, ο Ρόλαντ αρχίζει μια εναγώνια αναζήτηση για απαντήσεις που θα τον οδηγήσει στα βάθη της οικογενειακής του ιστορίας. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου).

«Η ΝΥΧΤΑ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΜΕΓΑΛΗ» GAMBOA SANTIAGO:

Ένα μικρό κομβόι αυτοκινήτων πέφτει σε ένοπλη ενέδρα σ’ έναν αγροτικό δρόμο στην επαρχία της Κάουκα. Ο μόνος μάρτυρας του μακελειού είναι ένα νεαρό αγόρι.

Λίγο αργότερα στο σημείο της σύγκρουσης όλα τα ίχνη έχουν εξαφανιστεί – από τα χτυπημένα αυτοκίνητα και τα πτώματα μέχρι τον τελευταίο κάλυκα. Είναι λες και τίποτε δεν συνέβη ποτέ εκεί.

Μια ανώνυμη καταγγελία γίνεται αιτία να ξεκινήσει η έρευνα. Ένας εισαγγελέας, μια τολμηρή δημοσιογράφος και η βοηθός της αναζητούν με κάθε κόστος την αλήθεια. Αλλά κανένα στόμα δεν ανοίγει και σ’ αυτή την περιοχή, ένα από τα μεγαλύτερα “θερμοκήπια βίας” στην Κολομβία, οι δράστες θα μπορούσαν να είναι πολλοί: αντιφρονούντες, συμμορίες, ο στρατός. Ή ίσως οι εκκλησίες, που ανταγωνίζονται λυσσαλέα για την επικράτηση στη σημερινή Κολομβία…

Ένα τραχύ και αιφνιδιαστικό θρίλερ, που αποτυπώνει με ακρίβεια μια χώρα όπου η βία, η διαφθορά και η απελπισία παίρνουν κάθε μέρα νέα, όλο και πιο απροσδόκητη μορφή… (Από τον εκδότη)

«ΔΙΑΚΟΠΕΣ ΣΤΗ ΜΥΚΟΝΟ» ΜΑΡΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ:

Μέσα στην καμπίνα της Α’ θέσεως διάβασε το τηλεγράφημα για δέκατη φορά. «Ο Αυγουστίδης θα βρίσκεται στην Αθήνα στο τέλος του μηνός. Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Δίπλωσε το τηλεγράφημα και χαμογέλασε πικρά, «Φρόντισε ως τότε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα». Σαν να ήταν δυνατό να τακτοποιήσει πια τίποτε, εκεί που είχαν φτάσει τα πράγματα. Με το τσιγάρο στο στόμα άνοιξε τη βαλίτσα του. Νευρικά το χέρι του έψαξε ανάμεσα στα ρούχα. Βρήκε αυτό που ήθελε. Ένα κομψό αυτόματο «Μπράουνινγκ» των εφτά. Χαμογέλασε με πίκρα. «Φρόντισε να τα ‘χεις τακτοποιήσει όλα ως τότε…» Κοίταζε το πιστόλι. Έμοιαζε σαν ένα κομψό παιχνίδι από έβενο, μέσα στο μεγάλο, δυνατό χέρι του. Το ξανάβαλε στη βαλίτσα του και το σκέπασε πάλι με τα ρούχα. Η πόρτα χτύπησε.

“Οι διακοπές στη Μύκονο” ανήκουν στη χρυσή χρονιά του Γιάννη Μαρή, το 1956. Αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο. Καλοκαίρι, Αύγουστος, Μύκονος. Ο πρωταγωνιστής φλερτάρει με τον τίτλο του ζιγκολό κα’ι τιμωρείται επειδή δεν τηρεί τις αρχές του μέχρι τέλους, καθώς ερωτεύεται μια εικοσάχρονη, τη Λία Καραπάνου. «Μια κοπέλα με κοντά μαλλιά και παράξενα γκριζοπράσινα μάτια διάβαζε ένα περιοδικό μόδας δίπλα του. Μια στιγμή -τυχαία ή επίτηδες- το περιοδικό γλίστρησε από τα χέρια της. Εκείνος έσκυψε, το πήρε και της το έδωσε. Του χαμογέλασε με μια σειρά θαυμάσια άσπρα δόντια σε ένα πολύ Ηλιοψημένο πρόσωπο». Φλερτάρουν και κάνουν παρέα καθημερινά στις παραλίες. «Ήταν ευτυχισμένη να βρίσκεται δίπλα σε αυτόν τον όμορφο, δυνατό άντρα, κάτω από τον χρυσό ήλιο. […] Ήταν αυτό που δεν έπρεπε να τού τύχει. Και του έτυχε. Η Λία ήταν ερωτευμένη μαζί του κι αυτός τώρα το ήξερε πως την αγαπούσε. […] Ήταν γεμάτος απόγνωση και ταυτόχρονα ευτυχία. “Μια ευτυχία με προθεσμία”, σκέφθηκε και χαμογέλασε με πίκρα».

Είναι το μοναδικό μυθιστόρημα του Μαρή στο ύφος του αμερικάνικου νουάρ, που θυμίζει το “Τέλος της διαδρομής” του W.R. Burnett (Άγρα, 1993). Οι “Διακοπές στη Μύκονο” είναι μέσα στα καλύτερα βιβλία του Μαρή και το μόνο με στοιχεία μαύρου αστυνομικού μυθιστορήματος.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Η ΠΛΑΝΗ ΤΟΥ ΠΛΗΝ» GREER ANDREW-SEAN: 

Κι εκεί που νόμιζε πως είχε επιτέλους βάλει τη ζωή του σε σειρά, μια αναποδιά από το πουθενά (;) αναγκάζει τον Άρθουρ Πλην να ξαναπάρει τους δρόμους. Καινούργια περιπλάνηση.

Δείτε τον. Διασχίζει ερήμους, φαράγγια, βάλτους, χωράφια, διασχίζει την Αμερική ολόκληρη, από το Σαν Φρανσίσκο στα δυτικά μέχρι το Ντέλαγουερ στ’ ανατολικά, στο πατρικό του. Ο Πλην νόμιζε πως ήξερε την Αμερική. Αλλά μήπως έκανε λάθος;

Δείτε τον με το καινούργιο του μουστάκι. Μα είναι δυνατόν να μην το παρατηρεί κανένας; Δείτε τον μες στο αρχαίο βανάκι του, τη Ροζίνα, με τη γενναία Ντόλι, μια νυσταλέα σκυλίτσα, στο πλευρό του. Δείτε τον που παίρνει τη ζωή στα χέρια του και δεν φοβάται πια.

Αλλά γιατί τον περνούν όλοι για ξένο; Τόσο πολύ φαίνεται ότι είναι ομοφυλόφιλος; Και γιατί όλες αυτές οι τιμές; Αναγνωρίστηκε επιτέλους η αξία του;

Αλίμονο. Η πλάνη του Πλην είναι πλήρης. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«ΠΕΣ ΤΗΣ» ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΧΡΗΣΤΟΣ:

«Καμιά φορά, όταν το φως χαμηλώνει και μεγαλώνουν οι σκιές, μου φαίνεται ότι κυκλοφορώ σ’ αυτούς τους δρόμους χρόνια και χρόνια ατέλειωτα, ολόκληρο αιώνα, ότι ξέρω πια κάθε δέντρο, κάθε λακκούβα, κάθε σπίτι, πηγαίνω πια με τα μάτια κλειστά, είμαι πια δρόμος κι εγώ, πότε άδειος πότε γεμάτος, πότε με φως πότε σκοτεινός, για να βρεις τον δρόμο πρέπει να γίνεις δρόμος, ναι, αλλά ο δρόμος είναι δρόμος αν δεν τον περπατήσεις, η λαμπάδα είναι λαμπάδα αν δεν ανάψει, το μαχαίρι είναι μαχαίρι αν δεν κόψει;

Πες της σ’ αγαπάω πολύ και δεν θα το ξανακάνω». (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Εφτά χρόνια τώρα έχω δει πολλά κι έχω ακούσει άλλα τόσα, είναι η φύση της δουλειάς τέτοια, είναι και η δική μου, πάω πάντα παντού, ό,τι ώρα και μέρα να ‘ναι, κοντά ή μακριά, με βροχή, καύσωνα ή χιόνι.

Το “Πες της” είναι η ιστορία μιας κούριερ που περιπλανιέται σαν αερικό σε χιονισμένα βουνά και ασημένιες θάλασσες, σε δρόμους άδρομους, απέραντους, χωρίς αρχή και τέλος, χωρίς σημάδια και χαρακιές, μπαινοβγαίνει σε μεζονέτες με εσωτερικό ασανσέρ και πολυκατοικίες χωρίς ασανσέρ, και κάνει παραδόσεις σε καλούς και κακούς ανθρώπους, αγενείς και ευγενικούς, βασανισμένους και καλοζωισμένους – σε ανθρώπους που μοιάζουν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα κι άλλους που μοιάζουν να μην ξέρουν τι θα πει κλάμα.

Μια ιστορία ειπωμένη με γλώσσα που πότε αντιλαλεί και πότε σωπαίνει, ευφραίνεται και συστέλλεται, κρύβεται και φανερώνεται, παλεύοντας ν’ ακολουθήσει τα ματωμένα χνάρια που αφήνουν οι άνθρωποι και τα πράγματα στο χιόνι. Μια ιστορία για το μυστήριο, τον πόνο, την τραγικότητα, την τρέλα, αλλά και την ανθρωπιά, την ελπίδα, την κρυμμένη ομορφιά και την ποίηση της σύγχρονης ζωής. (Από την παρουσίαση της έκδοσης)

“NAPOLI MON AMOUR” FORGIONE ALESSIO:

Ο Αμορεζάνο ζει στη Νάπολη, είναι τριάντα χρονών και δεν έχει βρει ακόμα τη θέση του στον κόσμο. Οι μέρες του κυλούν αργά, ανάμεσα στην καθημερινότητα με τους γονείς του, το πάθος του για την ομάδα του τη Νάπολι, τις βραδιές με τον φίλο του τον Ρούσο και την αναζήτηση εργασίας. Δίνει ακόμα μία, εντελώς παράλογη, συνέντευξη. Ούτε αυτή καταλήγει στην πρόσληψή του, οπότε αποφασίζει να ξοδέψει όλα του τα χρήματα και ν’ αυτοκτονήσει. Γνωρίζει, όμως, μια όμορφη κοπέλα και την ερωτεύεται. Αυτή η συνάντηση αναζωπυρώνει τις ελπίδες και τις επιθυμίες του: θέλει να ζήσει, να γράψει, να είναι ευτυχισμένος. Και να συναντήσει τον Ραφαέλε Λα Κάπρια, τον λογοτεχνικό του μύθο. Αλλά ο έρωτας σκορπίζει ακόμα πιο γρήγορα τις δυνάμεις του και τα χρήματά του, κάνοντας τις επιθυμίες που ξαναβρήκε, και τις ελπίδες του για μια διαφορετική ζωή, να ξεγλιστρούν ευρώ το ευρώ.

Ο Αλέσιο Φορτζόνε μιλάει για μια Νάπολη πνιγηρή και γκρίζα από τη βροχή, σκοτεινή σαν τη Χιροσίμα της ομώνυμης ταινίας. Και με μια γλώσσα επίμονη, δυναμική μα και τρυφερή, υπογράφει το ντεμπούτο του, ένα λαμπερό κι ενίοτε πυρετικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης που έχει τον ρυθμό ενός αγώνα ταχύτητας μέσα στους γλυκόπικρους νόμους της ζωής και το κιαροσκούρο της αθωότητας.

Το Napoli mon amour είναι ένα βιβλίο για όσους λατρεύουν τη μυρωδιά της ασφάλτου μετά τη βροχή, για όσους έχουν βουτήξει στα κρυστάλλινα νερά της Πρότσιντα, για ένα πρώτο φιλί που ακούγεται σαν το “Brown Sugar” των Ρόλινγκ Στόουνς, και για όποιον τα χάνει όλα μέσα σε μια στιγμή, σαν βαλίτσα παρατημένη σ’ ένα τρένο που αναχωρεί. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Facebook
Twitter
Email
Sponsored